- δουλοσύνα
- δουλοσύνα1 servitude λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος (sc. Περσεύς) P. 12.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δουλοσύνας — δουλοσύνᾱς , δουλόσύνη slavery fem acc pl δουλοσύνᾱς , δουλόσύνη slavery fem gen sg (doric aeolic) δουλοσύνᾱς , δουλοσύνη fem acc pl δουλοσύνᾱς , δουλοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλοσυνάων — δουλοσυνά̱ων , δουλόσύνη slavery fem gen pl (epic aeolic) δουλοσυνά̱ων , δουλοσύνη fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλοσύναν — δουλοσύνᾱν , δουλόσύνη slavery fem acc sg (doric aeolic) δουλοσύνᾱν , δουλοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)